- ἔβριθε
- ἔβρῑθε , βρίθωto be heavyimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
βρίθω — (μόνο στον ενεστ. και παρατατ., κυρίως στο γ εν. βρίθει, έβριθε και γ πληθ. βρίθουν, έβριθαν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής